- ξεφτίλα
- rezillik, seviyesizlik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεφτίλα — η 1. ταπείνωση, εξευτελισμός 2. (για πρόσ.) αχρείος, τιποτένιος, εξευτελισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφτιλίζω] … Dictionary of Greek
Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos … Wikipedia
κουρέλα — η 1. (ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου ή ομάδας προσώπων) εξευτελισμένος, ξεφτίλα 2. το υπερώριμο σύκο, η ισχάδα, η σκουμαΐδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
ξεφτίλας — ο τιποτένιος, εξευτελισμένος, χωρίς υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφτίλα (πρβλ. τσαντίλα τσαντίλας)] … Dictionary of Greek